- σιναλεζικός
- -ή, -ό και σινχαλέζικος, -η, -ο, Ν [σιναλέζος]1. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Σιναλεζικήη σιναλεζική γλώσσα2. φρ. «σιναλεζική γλώσσα»γλωσσ. γλώσσα τής νότιας και νοτιοδυτικής ομάδας τών σύγχρονων ινδοάριων γλωσσών, επίσημη γλώσσα τού κράτους Σρι-Λάνκα, πρώην Κεϋλάνης.
Dictionary of Greek. 2013.